«Το μεγαλύτερο πρόβλημα στο Σουέζ είναι ότι δεν υπάρχει κάποιος φραγμός, όπως υπάρχει ας πούμε στον Παναμά» επισημαίνει η κυρία Περιστεράκη. «Στη Διώρυγα του Παναμά δεν περνάνε είδη από τη μία προς την άλλη πλευρά γιατί υπάρχουν δεξαμενές γλυκού νερού. Θα μπορούσε και στο Σουέζ να γίνει κάτι ανάλογο».Λαγοκέφαλος, ένας θανάσιμος κίνδυνος

Ο τοξικός λαγοκέφαλος (Lagocephalus sceleratus) έχει δυνατά δόντια και φουσκώνει σαν μπαλόνι όταν απειλείται. Φωτογραφία: Fish Base
Ενα ψάρι που δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να τρώμε είναι ο λαγοκέφαλος (Lagocephalus sceleratus) που μας έχει έρθει μέσω της Ερυθράς Θάλασσας από τον Ινδικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό. Είναι ένα είδος τοξικό που ανήκει στην ίδια οικογένεια με τα ψάρια που χρησιμοποιούνται στην Ιαπωνία για την παρασκευή του φούγκου. Οι σεφ του φούγκου περνούν από τουλάχιστον τριετή εκπαίδευση για να μάθουν πώς να καθαρίζουν τον λαγοκέφαλο και τους συγγενείς του από τα δηλητηριώδη μέρη τους (κυρίως το δέρμα, τα σπλάχνα, οι γονάδες και τα μάτια), αλλά παρ’ όλα αυτά το έδεσμα θεωρείται επικίνδυνο – στην Ιαπωνία και στα κράτη όπου επιτρέπεται η κατανάλωσή του τα εστιατόρια που το σερβίρουν ελέγχονται αυστηρά από τον νόμο.
«Ο λαγοκέφαλος παράγει μια νευροτοξίνη, την τετροδοτοξίνη, η οποία είναι θανατηφόρος» λέει η Παρασκευή Καραχλέ από το ΕΛΚΕΘΕ. «Αν κάποιος πάρει την τοξίνη τρώγοντας λαγοκέφαλο, δεν υπάρχει θεραπεία, υπάρχει μόνο αντιμετώπιση με ενεργό άνθρακα. Αν η ποσότητα της τοξίνης δεν είναι μεγάλη, μπορεί να προληφθεί το μοιραίο, αλλιώς ο ασθενής καταλήγει». Η κατανάλωση του λαγοκέφαλου απαγορεύεται με νομοθεσία από την Ευρωπαϊκή Ενωση, όμως σύμφωνα με πληροφορίες κάποιοι αφελείς τρώνε το τοξικό ψάρι, το οποίο στη χώρα μας έχει εξαπλωθεί παντού – στο Αιγαίο ως τις ακτές της Μακεδονίας (δεν φαίνεται να έχει φθάσει ακόμη στη Θράκη και στα νησιά βόρεια της Μυτιλήνης) αλλά και στο Ιόνιο ως την Κέρκυρα.
Η Μέση Θερμοκρασία του Αλιεύματος (Mean Temperature of the Catch – MTC) είναι ένας δείκτης που έχει εισαχθεί τα τελευταία χρόνια για την εκτίμηση των επιπτώσεων της ανόδου της θερμοκρασίας των υδάτων στα θαλάσσια οικοσυστήματα. Ο δείκτης αυτός εξάγεται υπολογίζοντας τον μέσο όρο του θερμοκρασιακού εύρους στο οποίο προτιμούν να ζουν τα ψάρια που συνιστούν το ετήσιο αλίευμα μιας θάλασσας αφού πρώτα η «ψαριά» ζυγιστεί ως προς το αλίευμα κάθε είδους. Οι επιστήμονες δηλαδή καταμετρούν τα είδη ψαριών που αλιεύονται κάθε χρόνο, βλέπουν σε ποιες θερμοκρασίες ευδοκιμεί το καθένα από αυτά και, υπολογίζοντας τον μέσο όρο αυτών των θερμοκρασιών, εξάγουν ένα συμπέρασμα σχετικά με το αν η σύνθεση των αλιευμάτων στο συγκεκριμένο οικοσύστημα έχει μεταβληθεί εξαιτίας της ανόδου της θερμοκρασίας του νερού.

τα ντόπια μπαρμπούνια και τις κουτσομούρες
Αρκετά από τα ξενικά είδη – λεσεψιανά και άλλα – που έχουν έρθει στα νερά μας πιάνονται στα δίχτυα, στα παραγάδια και στα αγκίστρια των επαγγελματιών αλλά και των ερασιτεχνών ψαράδων. Εκ πρώτης όψεως ορισμένα από αυτά μπορεί να μας φαίνονται πολύ εξωτικά για να τολμήσουμε έστω και να τα δοκιμάσουμε, άλλα όμως διαφέρουν ελάχιστα από τα «δικά μας» με αποτέλεσμα να καταλήγουν στο πιάτο – και στο στομάχι μας – χωρίς καν να το καταλαβαίνουμε. Αν το δούμε πάντως πρακτικά, εφόσον ζουν κοντά μας ίσως είναι καλό σιγά σιγά να τα συνηθίσουμε και να βάλουμε στη διατροφή μας αυτά που είναι κατάλληλα – όπως άλλωστε λένε και οι ειδικοί, κάτι τέτοιο αποτελεί και έναν τρόπο για να ελέγξουμε την παρουσία τους.
«Κάποια ξενικά είδη έχουν ήδη περάσει στη διατροφή μας χωρίς να το καταλαβαίνουμε» λέει στο «Βήμα» η Παρασκευή Καραχλέ, εντεταλμένη ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Θαλάσσιων Βιολογικών Πόρων και Εσωτερικών Υδάτων του ΕΛΚΕΘΕ. «Ο λόγος είναι ότι μοιάζουν πάρα πολύ με τα είδη που ήδη τρώμε». Ως παράδειγμα αναφέρει τα είδη Upeneus moluccensis και Upeneus pori που μοιάζουν πάρα πολύ με τα μπαρμπούνια και τις κουτσομούρες. Αν και το εκπαιδευμένο μάτι του ψαρά ή του επιστήμονα ξεχωρίζει αμέσως τη διαφορά (το Upeneus pori έχει έντονες διαγώνιες εναλλασσόμενες πορτοκαλί και υπόλευκες ρίγες στην ουρά, ενώ το Upeneus moluccensis έχει μια έντονη κίτρινη γραμμή στα πλαϊνά του), ο καταναλωτής συνήθως δεν την παρατηρεί, με αποτέλεσμα τα λεσεψιανά «μπαρμπούνια» που πιάνονται μαζί με τα ελληνικά να πωλούνται ανακατεμένα στις ψαραγορές. Το ίδιο γίνεται και με κάποια είδη γάμπαρης. «Πωλούνται κανονικά μαζί με τις ντόπιες» λέει.