Την Παρασκευή 11 Ιουνίου 2021, εορτή της Συνάξεως της Υπεραγίας Θεοτόκου πανηγυρίζει ο Ιερός Ενοριακός Ναός Παναγίας Ελεούσας Ιεράπετρας, όπου φυλάσσεται η ομώνυμη και θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Ρεΐζδεριανής, πιστό αντίγραφο της εικόνας του «Άξιον Εστί» του Πρωτάτου των Καρυών. του Αγίου Όρους.
Από τα βιβλία του Αρχιμ. Θεοφύλακτου Μαρινάκη, «Θαυματουργές εικόνες της Παναγίας στο Άγιον Όρος» και το βιβλίο της συνταξιούχου δασκάλας Μαρίας Μαθιουδάκη –Δραγασάκη, «Η Παναγία του Ρεϊσδερε. Οι περιπέτειες ενός λαού-μιας εικόνας» μαθαίνουμε πως έφτασε αυτή η θαυματουργή εικόνα στην Ιεράπετρα και πως φτιάχτηκε στο βόρειο τμήμα της πόλης ο ομώνυμος Ιερός Ναός, τον οποίο επισκέπτονται χιλιάδες πιστοί από κάθε γωνιά της Ελλάδας.
Για την καταστολή της επανάστασης του 1821, στάλθηκαν στρατεύματα από τη Χερσόνησο της Ερυθραίας και από το Ακρωτήρι του Καράμπουρνου. Η εντολή του Σουλτάνου ήταν ολιγόλογη: καταστείλετε την επανάσταση με κάθε μέσο.
Ανάμεσα στους κυνηγημένους Έλληνες είναι και δύο Ρεϊσδεριανοί . Αφού ξέφυγαν της προσοχής των Τούρκων φρουρών, κατευθύνθηκαν προς τα παράλια. Θέλουν να φύγουν από την κόλαση της Χίου, από τα διάσπαρτα σφαγμένα και κακοποιημένα σώματα των χριστιανών, από τις φωτιές, που καίνε από άκρη σ’ άκρη ολόκληρη τη Χίο και από τους θρήνους και τις κραυγές οδύνης και απελπισίας των γυναικών, που άλλες τις σφάζουν οι Τούρκοι, άλλες τις κακοποιούν ή τις σέρνουν στους δρόμους και στη σκλαβιά.
Παρ’ όλες τις προφυλάξεις που παίρνουν οι δύο Ρεϊσδεριανοί, γίνονται αντιληπτοί από έναν Τούρκο, οδηγημένο από την Παναγία, που τους πλησιάζει. Βρίσκεται κάτω από την εξουσία της Παναγίας και μαζί Της δημιουργεί τη δική του τραγική σχέση και τη δική του ιστορία. Με τρεμάμενα χέρια τους προτείνει μια εικόνα και σχεδόν παρακαλώντας τους, λέει:
—Πάρτε αυτή τη Μεριέμ (Μαριάμ – Μαρία).
Οι δύο Ρεϊσδεριανοί τον βλέπουν καχύποπτα. Δεν απλώνουν το χέρι να πάρουν τούτο το ιερό σκεύος, την εικόνα της Παναγίας. Μπροστά στις επιφυλάξεις και το δισταγμό των χριστιανών, αναγκάζεται ο Τούρκος να κάνει δημόσια εξομολόγηση και να διηγηθεί τη δική του ιστορία:
—Προσπάθησα, πολλές φορές, μ’ ένα τσεκούρι να «σφάξω» και κομματιάσω αυτή την εικόνα και να πετάξω τα σανίδια Της στη φωτιά. Κατέβαζα το τσεκούρι με δύναμη, με μίσος και πάθος, μα πάντα έμενε ακέραιη και μου έδειχνε πόσο πιο δυνατή ήταν από το σίδερο και το μίσος μου. Φοβήθηκα! Κοίταξα, τρέμοντας, την εικόνα και είδα το γλυκό πρόσωπο της Μεριέμ να μου χαμογελά. Νικήθηκα από την αγάπη αυτής της Γυναίκας και κατάλαβα πόσο μεγάλη και δυνατή είναι η πίστη σας. Πάρτε την εικόνα, να μή χαθεί, και βάλτε Την στην εκκλησία σας, να την τιμάτε όπως ξέρετε και όπως της αξίζει.
Σταυροκοπήθηκαν οι δύο Ρεϊσδεριανοί και την ασπάστηκαν με ευλάβεια. Η χαρά τους ήταν απερίγραπτη. Κατατρεγμένοι αυτοί, κατατρεγμένη και η Παναγία τους. Έβλεπαν στο θαύμα της σωτηρίας της θείας εικόνας και τη δική τους σωτηρία. Η Παναγία δε θα τους εγκατέλειπε. Με μια βάρκα πέρασαν αντίκρυ, στη Μικρασία, στους αγιασμένους τόπους της Πατρίδας τους. Ο ερχομός της Ελεούσας έφερε τόση χαρά. Το δώρο ήταν πολύ μεγάλο για τους Ρεϊσδεριανούς.
Σε λίγο, ο ναός του Αγίου Νικολάου, φάνηκε μικρός και ανήμπορος να φιλοξενήσει τους χιλιάδες ευλαβείς προσκυνητές. Κτίστηκε δεύτερο κλίτος και κελλιά.
Η εικόνα της Ελεούσας αγαπήθηκε τόσο πολύ από τους Ρεϊσδεριανούς, ώστε έγινε «η Παναγία τους». Η τύχη της Παναγίας ήταν πιά συνυφασμένη με την τύχη αυτού του λαού.
Στον πρώτο διωγμό των μικρασιατών του 14, ο ξερριζωμός του ελληνισμού των πόλεων των μικρασιατικών παραλίων, έγινε κάτω από ομαλές συνθήκες. Είχαν τρεις μέρες στη διάθεσή τους, να εγκαταλείψουν οι χριστιανοί τις προγονικές τους εστίες. Οι παλιές εικόνες του αγίου Δημητρίου και της Ελεούσας, πήραν το δρόμο της ξενιτειάς, του δράματος και της οδύσσειας των πιστών τους.
Η εικόνα της Ελεούσας φιλοξενήθηκε στο ναό του Λοβοκομείου (λεπροκομείου) της Χίου. Όταν έφτασε η είδηση της παλινόστησης από την μετοικεσία, ο ιερέας του Ρεΐσδερε, πατέρας Σταμάτιος Συγγρός, παράλαβε την εικόνα από το Λοβοκομείο και την τοποθέτησε στο καίκι του γυρισμού. Τους ανησύχησε η μεγάλη τρικυμία που σηκώθηκε τη νύχτα και σκέπτονταν αν έπρεπε να ταξιδέψουν την άλλη μέρα το πρωί. Όμως, η Παναγία, μόλις ξημέρωσε, ταπείνωσε τη θάλασσα.
Με το δεύτερο μεγάλο διωγμό του 1922, ήρθε «η νύχια του αγίου Βαρθολομαίου», η νύχτα των μαχαιριών, οι σφαγές, οι ανδραποδισμοί, η αντάρα, οι πομπέψεις, οι λεηλασίες, οι φωτιές, που κάψανε όχι μόνο τις εκκλησίες, τα σχολεία και τις περιουσίες των Ρεϊσδεριανών, μα και τις καρδιές τους.
Οι Ρεϊσδεριανοί, με τους άλλους μικρασιάτες, πήραν το δρόμο του σωσμού. Πολλοί έμειναν νεκροί στους αγιασμένους και μαρτυρικούς τόπους τους, φύλακες αιώνιοι.
Συγκεντρώθηκαν πολλοί στο σπίτι του προύχοντα Ρηγάκη, άλλοι στον Άγιο Δημήτριο. Τότε έφτασαν τρέχοντας, στο σπίτι του Ρηγάκη, δύο αλαφιασμένες και κατατρομαγμένες καλογριές από το μοναστήρι. Έφεραν την εικόνα της Παναγίας σε μια πετσέτα τυλιγμένη. Σταυροκοπήθηκαν όλοι, και μια προσευχή βγήκε από το στόμα τους:
—Σώσε μας, Παναγία μας.
Η Ευρυδίκη, γυναίκα του Ρηγάκη, αρπάζει την εικόνα και τρέχει. Αφήνει πίσω άνδρα και συγγενείς. Την Παναγία να σώσει. Την ακολουθεί η Μαρία Πολιτάκη.
Τις βλέπουν οι Τούρκοι και τις κυνηγούν, να τις περάσουν από το λεπίδι του μαχαιριού τους. Περνούν από το φούρνο του χωριανού τους Μπαρούμα, και φωτισμένες από την Παναγία, την κρύβουν μέσα. Φράζουν το στόμα του φούρνου με ξερόκλαδα. Αν χαθούν αυτές, ας σωθεί η Παναγία.
Ο κόσμος φεύγει σαν κοπάδι πρόβατα, που μπήκε λύκος στη μάντρα.
Όλοι τους απευθύνουν θερμές προσευχές στην Παναγία τους, χωρίς να γνωρίζουν που βρίσκεται, για να στρέφουν το βλέμμα τους στον τόπο της παρουσίας της.
Ανάμεσα σ αυτούς που ζούν μέσα στις άγριες και παγωμένες μαυροσπηλιές της επίγειας κόλασής τους, είναι και ο Μπαρούμας, στου οποίου το φούρνο έκρυψαν οι γυναίκες την εικόνα της Ελεούσας.
Το πρώτο βράδυ της «Τρωϊκής εξόδου» της απελπισίας, βλέπει όραμα στον ύπνο του την Παναγία να του λέει:
—Η εικόνα μου είναι στο φούρνο σου. Πήγαινε να την πάρεις.
Τρομαγμένος και παγωμένος από το όραμα ξύπνησε ο Μπαρούμας. Φόβος τον κατέλαβε, σαν θυμήθηκε την προστακτική παραγγελία της Παναγίας. Το όραμα επαναλήφτηκε για δεύτερη και τρίτη βραδιά. Το τρίτο βράδυ, που παρουσιάστηκε η Παναγία, του είπε:
—Πήγαινε να πάρεις την εικόνα μου και μην έχεις κανένα φόβο. Εγώ θα σε προστατέψω από τους κινδύνους.
Το τέταρτο βράδυ, πήρε την απόφαση και ξεκίνησε μέσα στη νύχτα. Μέχρι το Ρεΐσδερε, δε συνάντησε άνθρωπο στο δρόμο. Η Παναγία τους είχε κοιμήσει όλους.
Ο Μπαρούμας πήρε την εικόνα της Ελεούσας, έφυγε τρέχοντας, τον κατάπιε η νύχτα. Η Παναγία προπορευόταν και άνοιγε δρόμο αριστερά και δεξιά. Ξημερώματα έφτασε στον τόπο των άλλων χριστιανών. Είδαν τον Μπαρούμα να έρχεται, φέρνοντας την εικόνα της Παναγίας.
Τέσσερις μέρες έμεινε η Αγία εικόνα στην Πούντα. Οκτώ μέρες έμειναν οι Ρεΐσδεριανοί μέσα στα «πικρά ύδατα της Μεράς», χωρίς φαί, χωρίς νερό και χωρίς ένα σκέπασμα.
Σαν κόπασε και αυτή η θύελλα, ο Γιομελάκης βγήκε για λίγο νερό, απαραίτητο για την έγκυο γυναίκα του.
Σε κάποια απόσταση, είδε ένα μικρό μετόχι . Ήλπιζε να βρεί λίγο νερό εκεί, σ’ αυτόν τον τόπο της παρουσίας των ανθρώπων. Άνοιξε την πόρτα πλησίασε και τότε, έκπληκτος, είδε την εικόνα της Παναγίας Ελεούσας, να τον κοιτάζει με τη γλυκιά Της και σεπτή μορφή, σαν να τον περίμενε.
Ο Γιομελάκης, με την ιερή εικόνα στα χέρια, κατέβηκε στη θάλασσα, σαν να ήταν Δεσπότης, να κάνει τα δικά του «Φώτα», και είπε:
—Παναγία μου, κάνε το θαύμα Σου. Στείλε πλεούμενο να σωθούμε, να σωθείς και Εσύ.
Οδηγημένος, πάλι, από την Παναγία, άφησε καταγής την ιερή εικόνα, μάζεψε λίγα χαμόκλαδα και άναψε φωτιά, ώστε κάποιος ναυτικός να δεί τον καπνό και να τους σώσει. Η Παναγία οδηγούσε και αυτός υπάκουε.
Η Δέσποινα Θεοδώρου, είδε κάποιο σημαδάκι, που την πλημμύρισε χαρά. Κατεβαίνοντας για τη θάλασσα, συνάντησε το Γιομελάκη που τάϊζε τη φωτιά και του μίλησε για τη φιγούρα ενός πλεούμενου στη θάλασσα. Ενίσχυσαν τη φωτιά και με άλλα ξύλα, με κίνδυνο να τους δούν οι Τούρκοι.
Ήταν ένα καΐκι από τις Οινούσες, που οι ναυτικοί σαν είδαν τον καπνό, κατέβασαν το πανί, για να μη γίνουν αντιληπτοί.
Τούτοι οι Ρεϊσδεριανοί χριστιανοί, που έφτασαν στη Χίο, με το φόβο στα μάτια, έμοιαζαν με εμπόρευμα που κανένας δεν το προτιμούσε.
Ο Γιομελάκης με την εικόνα, φιλοξενήθηκε στο σπίτι του ευλαβέστατου Ζαφειράκη. Για τη μεγάλη φιλοξενούμενη –την Παναγία- παραχώρησε ιδιαίτερο δωμάτιο. Έμεινε μισό χρόνο εκεί.
Από τη Χίο, η Παναγία οδηγεί τα βήματα του Γιομελάκη στη Λήμνο. Μετά ένα χρόνο παίρνουν το δρόμο για τον τόπο της μόνιμης εγκατάστασης της Παναγίας, στην Ιεράπετρα της Κρήτης.
Στην Ιεράπετρα έκαναν το μικρό Ρεΐσδερε οι κατατρεγμένοι Ρεϊσδεριανοί. Η «χαρά» τους ήταν πάλι κοντά τους. Αλλά και για τους Κρητικούς, ο ερχομός της Παναγίας στον τόπο τους, ήταν ουρανόσταλτο δώρο, γ’ αυτό και την αγάπησαν πολύ.
Η εικόνα παρέμεινε για λίγο στό σπίτι του Γιομελάκη, που είχε μεταβληθεί σε εκκλησία, με την καθημερινή παρουσία πολλών προσκυνητών. Αργότερα, μεταφέρθηκε στο Μητροπολιτικό ναό του Αγίου Γεωργίου.
Το 1968 μπήκε ο θεμέλιος λίθος για το ναό της Παναγίας και σε 5 χρόνια, το 1973, η αγάπη των χριστιανών είχε κτίσει το επίγειο κατοικητήριο της Ελεούσας.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΝΙΚΟΣ ΠΕΤΑΣΗΣ